- φωτουλκός
- φωτ-ουλκός, όν, ([etym.] ἕλκω)A drawing, i.e. admitting, light,
ἄνοιγμα TAM2.174C14
([place name] Sidyma).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἄνοιγμα TAM2.174C14
([place name] Sidyma).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φωτουλκός — όν, Α αυτός που έλκει, που δέχεται το φως. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + ουλκός (< ὁλκή / ὁλκός < ἕλκω), πρβλ. ξιφ ουλκός, τοξ ουλκός] … Dictionary of Greek
φωτ(ο)- — α συνθετικό λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. φῶς, φωτός και δηλώνει ότι το σύνθ. έχει σχέση με το φως ή αναφέρεται σ αυτό. Το α συνθετικό φωτ(ο) γνώρισε μεγάλη επίδοση στη Νέα Ελληνική, όπου χρησιμοποιήθηκε για τον… … Dictionary of Greek